Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Ένα πληρωμένο χαρτάκι


Περάσαμε μια ώρα ψάχνοντας το πορτοκαλί χαρτάκι που έχασε ένας φίλος. Είχε δουλέψει πέντε ώρες βράδυ για να το αποκτήσει κι ήταν κρίμα. Και το αφεντικό είχε δουλέψει για να μαζέψει χαρτάκια και να μπορέσει να δώσει ένα στον φίλο. Για να μπορέσει να κρατήσει μερικά αλλά να δώσει κι εκείνα που χρώσταγε στον προμηθευτή των προϊόντων. Κι ο προμηθευτής βιαζόταν γιατί έπρεπε να δώσει τα χαρτάκια στον μεγαλέμπορο. Έπρεπε όμως και να κρατήσει μερικά για να πληρώσει τον δάσκαλο του παιδιού του που θα έδινε εξετάσεις για να μπορέσει να πιάσει αργότερα μια δουλειά και να μαζεύει χαρτάκια.

Ο δάσκαλος ήταν στο μαγαζί το βράδυ εκείνο και άφησε μερικά χαρτάκια γιατί πέρασε καλά και έμεινε ευχαριστημένος. Φεύγοντας βέβαια, σκεφτόταν έναν άλλον μαθητή του που με το ζόρι τα έβγαζε πέρα στα μαθήματα. Οι παππούδες του δεν είχαν αρκετά χαρτάκια για να σπουδάσουν τους γονείς του, κι οι γονείς του δεν είχαν αρκετά χαρτάκια για να δώσουν σε κάποιον φροντιστή να κάνει την δουλειά αντί αυτών. Λίγο πιο πέρα, ο μαθητής καθόταν σε ένα πεζούλι μόνος. Δεν είχε αρκετά χαρτάκια για να μπει στα μαγαζιά με τους συμμαθητές του. Εδώ που τα λέμε, ούτε εκείνοι είχαν, όμως οι γονείς τους κάνανε ότι μπορούσαν για να εξοικονομήσουν μερικά χαρτάκια για την διασκέδαση των παιδιών τους που έπρεπε να είναι προτεραιότητα το καλοκαίρι.

Ο μαθητής είδε μέσα στο σκοτάδι ένα πορτοκαλί χαρτάκι να χορεύει χαρωπά με την βοήθεια του αέρα που τόσο ευχάριστα δρόσιζε την καλοκαιρινή νύχτα. Οι υπόλοιποι σκέφτηκε, πρέπει να λιώνουν από τη ζέστη μέσα στα μαγαζιά και προχώρησε για να πιάσει το χαρτάκι που χόρευε. Μαζί του χόρευαν κι άλλα πολλά σκουπίδια, κάποιος είχε πληρώσει με χαρτάκια και για αυτά, δεν στεναχωρήθηκε όμως καθόλου όταν τα άφηνε με άνεση να χορέψουν στον αέρα. Ο μαθητής κράτησε για λίγο στα χέρια του το πορτοκαλί χαρτάκι και πέρασαν από το μυαλό του οι ιστορίες όλων των ανθρώπων που δούλεψαν για να το αποκτήσουν.

Πόσες ώρες δουλειάς, πόσα εργατικά ατυχήματα, πόσες σκοτούρες, πόσοι υπολογισμοί, πόσο άγχος. Ύστερα σκέφτηκε πως κάποιος έχασε το χαρτάκι εκείνο το βράδυ. Ίσως να το ψάχνανε με την παρέα του για καμιά ώρα στο δρόμο γιατί το είχε δουλέψει κι ήταν κρίμα. Ίσως κάποιος από αυτούς να σκέφτηκε πόση ώρα θα έπρεπε να αφιερώνουν στο δρόμο φωνάζοντας για τα χιλιάδες χαρτάκια που χάνουν κάθε μήνα. Εκείνα δεν τα παίρνει ο αέρας που τα κάνει να χορεύουν. Εκείνα τα παίρνει η τράπεζα, το κράτος, η εκκλησία, το σύστημα. Και το σύστημα μας έπεισε ότι τα αξιοποιεί προς όφελός μας. Μας τα ξαναπουλάει ζητώντας μας τόκους. Μας προσφέρει άθλιες κοινωνικές υπηρεσίες. Μας δίνει ψεύτικες ελπίδες σαν αντάλλαγμα.  

Ένιωσε για λίγο όλη την αλήθεια του πορτοκαλί χαρτιού και σιχάθηκε. Έβγαλε από την τσέπη του τον δανεικό αναπτήρα. Στο διάολο πια με το σύστημα και τα χαρτάκια του.